Κατάρρευση στα ολλανδικά

Μετάφραση: κατάρρευση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ineenstorting, instorting, instorten, ineenstorten, collapse
Κατάρρευση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατάρρευση

κατάρρευση συνώνυμο, κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, κατάρρευση κυματοσυνάρτησης, κατάρρευση τησ lehman brothers, κατάρρευση εσσδ, κατάρρευση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κατάρρευση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατάρα στα ολλανδικά - vloek, vervloeking, de vloek, vervloeken
  • κατάργηση στα ολλανδικά - afschaffing, ruiming, eliminatie, vernietiging, ontbinding, annulering, opheffing, ...
  • κατάρτι στα ολλανδικά - mast, hefmast, de mast, masten
  • κατάσκοπος στα ολλανδικά - beloeren, spieden, spion, verspieder, bespieder, bespieden, spy, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατάρρευση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ineenstorting, instorting, instorten, ineenstorten, collapse