Κελί στα ολλανδικά

Μετάφραση: κελί, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
cachot, cel, mobiele, cellen, cell
Κελί στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κελί

κελί 218, κελί 33 στίχοι, κελί μπρουκ, κελί από χρυσάφι, κελλυ κελεκιδου ηλικια, κελί λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κελί στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κειμήλιο στα ολλανδικά - juweel, parel, juweeltje, sieraad, jewel
  • κελάρι στα ολλανδικά - kelder, de kelder, wijnkelder, kelder van, In de kelder
  • κελαρύζω στα ολλανδικά - ritselen, zwiepen, ruisen, suizen, swish
  • κενοδοξία στα ολλανδικά - vruchteloosheid, ijdelheid, nietigheid, wastafel, vanity, make, toilettafel
Τυχαίες λέξεις
Κελί στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: cachot, cel, mobiele, cellen, cell