Κερδοσκόπος στα ολλανδικά

Μετάφραση: κερδοσκόπος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
speculant, speculanten, speculator, van speculanten
Κερδοσκόπος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κερδοσκόπος

κερδοσκόπος online, κερδοσκόπος συνώνυμο, κερδοσκόπος συνώνυμα, κερδοσκόποσ ορισμόσ, κερδοσκόπος ετυμολογία, κερδοσκόπος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κερδοσκόπος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κερδοσκοπικός στα ολλανδικά - benieuwd, nieuwsgierig, weetgierig, speculatieve, speculatief, speculatie, de speculatieve, ...
  • κερδοσκοπώ στα ολλανδικά - woekerwinstmaker, profiteur, zakkenvuller, woekeraar
  • κερνώ στα ολλανδικά - onderhandelen, versnapering, behandelen, snoepgoed, Kerno
  • κεσάτι στα ολλανδικά - crisis, kesati
Τυχαίες λέξεις
Κερδοσκόπος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: speculant, speculanten, speculator, van speculanten