Κλείσιμο στα ολλανδικά
Μετάφραση: κλείσιμο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sluiting, afsluiting, sluiten, de sluiting, gesloten
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλείσιμο
κλείσιμο επιστολής, κλείσιμο σχολείων 2014, κλείσιμο βιβλίων ελεύθερου επαγγελματία, κλείσιμο βιβλίων, κλείσιμο σχολείων για πάσχα 2014, κλείσιμο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κλείσιμο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κλασσικός στα ολλανδικά - klassiek, klassikaal, klassieke, de klassieke, van klassieke
- κλαψιάρικος στα ολλανδικά - klapsiarikos
- κλειδί στα ολλανδικά - toets, fundamenteel, toonladder, kilo, toonschaal, sleutel, scala, ...
- κλειδαριά στα ολλανδικά - slot, afsluiten, sluis, opsluiten, sluiten, vergrendelen
Τυχαίες λέξεις
Κλείσιμο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: sluiting, afsluiting, sluiten, de sluiting, gesloten
Μεταφράσεις: sluiting, afsluiting, sluiten, de sluiting, gesloten