Κοινά στα ολλανδικά

Μετάφραση: κοινά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gewoonlijk, commons, lagerhuis, het lagerhuis, gemeenschappelijke goederen
Κοινά στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοινά

κοινά πολλαπλάσια εκπ, κοινά ορθογραφικά λάθη, κοινά παπαγαλάκια - budgerigar, κοινά αγαθά, κοινά ελληνικά ονόματα, κοινά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κοινά στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κοιλότητα στα ολλανδικά - hol, put, vertrek, holte, gat, slaapkamer, kamer, ...
  • κοιμάμαι στα ολλανδικά - maffen, slaap, slapen, de slaap, nachtrust, slaapstand
  • κοινοβουλευτικός στα ολλανδικά - parlementair, parlements-, parlementaire, de parlementaire, Parlement
  • κοινοβούλιο στα ολλανδικά - volksvertegenwoordiging, parlement, het parlement, Europees Parlement, parliament
Τυχαίες λέξεις
Κοινά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gewoonlijk, commons, lagerhuis, het lagerhuis, gemeenschappelijke goederen