Κουρελιασμένος στα ολλανδικά
Μετάφραση: κουρελιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gehavend, flarden, gescheurde, aan flarden, tattered
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κουρελιασμένος
κουρελιασμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κουρελιασμένος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κουραφέξαλα στα ολλανδικά - noten, moeren, nuts, bouten, gek
- κουρδίζω στα ολλανδικά - deuntje, wind, strengelen, oprollen, winden, spoelen, wijsje, ...
- κουρεύω στα ολλανδικά - oogst, afzetten, inkrimpen, scheren, beslaan, reduceren, gewas, ...
- κουρκούτι στα ολλανδικά - moes, speen, pap, brij, tepel, tijd teveel, maïsmeelpap
Τυχαίες λέξεις
Κουρελιασμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gehavend, flarden, gescheurde, aan flarden, tattered
Μεταφράσεις: gehavend, flarden, gescheurde, aan flarden, tattered