Κουτσομπόλης στα ολλανδικά
Μετάφραση: κουτσομπόλης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
babbelen, praatje, gebabbel, kwaadspreken, kletsen, gossiper, roddelaar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κουτσομπόλης
άντρας κουτσομπόλης, δημήτρησ κουτσομπόλησ, ο κουτσομπόλης, κουτσομπόλησ συνώνυμα, κουτσομπόλης ετυμολογία, κουτσομπόλης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κουτσομπόλης στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κουτσομπολεύω στα ολλανδικά - praatje, kwaadspreken, kletsen, babbelen, gebabbel, praatjes, gepraat, ...
- κουτσομπολιό στα ολλανδικά - gebabbel, kwaadspreken, praatje, babbelen, kletsen, praatjes, gepraat, ...
- κουτσουρεύω στα ολλανδικά - afknotten, afkappen, truncate, afgekapt, beknotten
- κουτός στα ολλανδικά - zot, schaapachtig, zwakhoofdig, dom, onverstandig, onbenullig, dwaas, ...
Τυχαίες λέξεις
Κουτσομπόλης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: babbelen, praatje, gebabbel, kwaadspreken, kletsen, gossiper, roddelaar
Μεταφράσεις: babbelen, praatje, gebabbel, kwaadspreken, kletsen, gossiper, roddelaar