Κράσπεδο στα ολλανδικά

Μετάφραση: κράσπεδο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kant van de weg, Wayside, boot, wegkant, de Wegkant
Κράσπεδο στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κράσπεδο

κράσπεδο ετυμολογία, κράσπεδο κήπου, κράσπεδο πεζοδρομίου, κράσπεδο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κράσπεδο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κράνος στα ολλανδικά - helm, de helm, helmet, helm van
  • κράση στα ολλανδικά - grondwet, constitutie, samenstelling, Constitution, statuten
  • κράτημα στα ολλανδικά - bemachtigen, grijpen, pakken, vastgrijpen, handkoffer, oor, koffer, ...
  • κράτηση στα ολλανδικά - arrestatie, aanhouding, bewaring, hechtenis, reservering, hoede, arrest, ...
Τυχαίες λέξεις
Κράσπεδο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kant van de weg, Wayside, boot, wegkant, de Wegkant