Κράσπεδο στα ουκρανικά

Μετάφραση: κράσπεδο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
брук, бруківка, мостова, мостити, узбіччя, обочина
Κράσπεδο στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κράσπεδο

κράσπεδο ετυμολογία, κράσπεδο κήπου, κράσπεδο πεζοδρομίου, κράσπεδο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κράσπεδο στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κράνος στα ουκρανικά - шлем, бугель, шолом, шлемо, каска
  • κράση στα ουκρανικά - комплекція, конституція, конституцію
  • κράτημα στα ουκρανικά - затирати, ручка, схоплювання, хватка, затискати, проведення
  • κράτηση στα ουκρανικά - доглядач, обурення, охорона, хоронитель, збереження, висновок, схов, ...
Τυχαίες λέξεις
Κράσπεδο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: брук, бруківка, мостова, мостити, узбіччя, обочина