Κυκλοφοριακός στα ολλανδικά
Μετάφραση: κυκλοφοριακός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
circulative, circulatiepomp, een circulatiepomp, circulatiepomp zijn, een circulatiepomp zijn
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυκλοφοριακός
κυκλοφοριακός χάρτης της αθήνας, κυκλοφοριακός φόρτος, κυκλοφοριακός χάρτης αθηνών, κυκλοφοριακός κόμβος αγίου νικολάου, κυκλοφοριακός σχεδιασμός, κυκλοφοριακός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κυκλοφοριακός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κυκλοθυμικός στα ολλανδικά - humeurig, Moody, humeurige, stemmige, somber
- κυκλοφορία στα ολλανδικά - omloop, passage, roulatie, circulatie, verkeer, verkeer brengen, het verkeer
- κυκλοφορώ στα ολλανδικά - inhalen, passeren, lossen, rondgaan, aangeven, verlopen, doorbrengen, ...
- κυκλώνας στα ολλανδικά - wervelstorm, cycloon, cyclone, de cycloon, orkaan, cyclonen
Τυχαίες λέξεις
Κυκλοφοριακός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: circulative, circulatiepomp, een circulatiepomp, circulatiepomp zijn, een circulatiepomp zijn
Μεταφράσεις: circulative, circulatiepomp, een circulatiepomp, circulatiepomp zijn, een circulatiepomp zijn