Κυκλοφοριακός στα τούρκικα
Μετάφραση: κυκλοφοριακός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
circulative, dolaşımsaldır, dolaşımsal, dolaşımsal bir, dolaşımsal gidiş
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυκλοφοριακός
κυκλοφοριακός χάρτης της αθήνας, κυκλοφοριακός φόρτος, κυκλοφοριακός χάρτης αθηνών, κυκλοφοριακός κόμβος αγίου νικολάου, κυκλοφοριακός σχεδιασμός, κυκλοφοριακός λεξικό γλώσσας τούρκικα, κυκλοφοριακός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κυκλοθυμικός στα τούρκικα - karamsar, moody, huysuz, hüzünlü bir, karamsar bir
- κυκλοφορία στα τούρκικα - trafik, devir, dolaşım, sirkülasyon, dolaşımı, sirkülasyonu, sirkülasyonlu
- κυκλοφορώ στα τούρκικα - olmak, makbuz, dolaştırmak, sirküle, dolaşmaya, dolaşımını, dolaşıma
- κυκλώνας στα τούρκικα - siklon, siklonlu, cyclone, kasırga, siklonu
Τυχαίες λέξεις
Κυκλοφοριακός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: circulative, dolaşımsaldır, dolaşımsal, dolaşımsal bir, dolaşımsal gidiş
Μεταφράσεις: circulative, dolaşımsaldır, dolaşımsal, dolaşımsal bir, dolaşımsal gidiş