Λησμονιά στα ολλανδικά

Μετάφραση: λησμονιά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vergetelheid, vergeetachtigheid, vergeten, de vergetelheid, het vergeten
Λησμονιά στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λησμονιά

λησμονιά συνώνυμο, λησμονιά συνώνυμα, λησμονιά λεξικό, λησμονιά ετυμολογία, λησμονιά ορισμός, λησμονιά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λησμονιά στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • λημέρι στα ολλανδικά - krocht, grot, spelonk, hol, holte, den, kamer, ...
  • ληξίαρχος στα ολλανδικά - griffier, registrar, registrator, de griffier
  • ληστής στα ολλανδικά - rover, overvaller, dief, robber, moordenaar
  • ληστεία στα ολλανδικά - roof, beroving, diefstal, overval, overvallen
Τυχαίες λέξεις
Λησμονιά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vergetelheid, vergeetachtigheid, vergeten, de vergetelheid, het vergeten