Λησμονιά στα πορτογαλικά
Μετάφραση: λησμονιά, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esquecimento, o esquecimento, forgetfulness, esquecimentos, do esquecimento
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λησμονιά
λησμονιά συνώνυμο, λησμονιά συνώνυμα, λησμονιά λεξικό, λησμονιά ετυμολογία, λησμονιά ορισμός, λησμονιά λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λησμονιά στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- λημέρι στα πορτογαλικά - desmoralizar, ninho, antro, covil, den, cova, arrumos
- ληξίαρχος στα πορτογαλικά - escrivão, registrador, registrar, registradores, do escrivão
- ληστής στα πορτογαλικά - roubar, ladrão, bandido, salteador, assaltante, ladrão de, assaltante de
- ληστεία στα πορτογαλικά - roubo, assalto, extorsão, roubos, robbery
Τυχαίες λέξεις
Λησμονιά στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: esquecimento, o esquecimento, forgetfulness, esquecimentos, do esquecimento
Μεταφράσεις: esquecimento, o esquecimento, forgetfulness, esquecimentos, do esquecimento