Λιγόλογος στα ολλανδικά

Μετάφραση: λιγόλογος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwijgzaam, zwijgzame, taciturn, stil, zwijgend
Λιγόλογος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιγόλογος

λιγόλογος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λιγόλογος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • λιγομίλητος στα ολλανδικά - ligomilitos
  • λιγοστός στα ολλανδικά - sprietig, weinig, mager, schraal, magere, schamele, karige
  • λιθοβολώ στα ολλανδικά - rotsblok, edelsteen, steen, edelgesteente, aarden, rots, vacht, ...
  • λιθοστρώνω στα ολλανδικά - bestraten, plaveien, lappen, cobble, flansen, keien, kasseistrook
Τυχαίες λέξεις
Λιγόλογος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zwijgzaam, zwijgzame, taciturn, stil, zwijgend