Λιμασμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: λιμασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verscheurende, ravening, roofzuchtige, roof, vraatzuchtige
Λιμασμένος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιμασμένος

λιμασμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λιμασμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • λιμάρης στα ολλανδικά - rasp, schraper, raspen, gekras
  • λιμάρω στα ολλανδικά - vijl, dossier, bestand, rasp, schraper, raspen, gekras
  • λιμνάζων στα ολλανδικά - stagnatie, stilstand, de stagnatie, stagnerende, stagnatie van
  • λιμνούλα στα ολλανδικά - vakbond, kolk, plas, consortium, vakvereniging, waterplas, syndicaat, ...
Τυχαίες λέξεις
Λιμασμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verscheurende, ravening, roofzuchtige, roof, vraatzuchtige