Λιμασμένος στα ουκρανικά
Μετάφραση: λιμασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пожирати, накидатися, ворон, розкрадання, викрадення, крадіжки
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιμασμένος
λιμασμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λιμασμένος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- λιμάρης στα ουκρανικά - ненажера, жадібний, скрегіт, скрежет, скреготаннє, скреготіння
- λιμάρω στα ουκρανικά - реєструвати, лаву, полірування, картотека, пиляти, скрегіт, скрежет, ...
- λιμνάζων στα ουκρανικά - відсталий, бездіяльний, тупий, тупій, стоячий, застій, застою
- λιμνούλα στα ουκρανικά - незграбний, тупий, тупій, помпи, тупої, тьху, тупою, ...
Τυχαίες λέξεις
Λιμασμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: пожирати, накидатися, ворон, розкрадання, викрадення, крадіжки
Μεταφράσεις: пожирати, накидатися, ворон, розкрадання, викрадення, крадіжки