Λουφές στα ολλανδικά

Μετάφραση: λουφές, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verbasteren, omkopen, loafing, lanterfanten, loopgedeelte
Λουφές στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λουφές

λουφές λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λουφές στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • λουτρό στα ολλανδικά - bad, badhuis, badplaats, badkamer, badkuip, toilet, kleding, ...
  • λουφάζω στα ολλανδικά - zich koesteren, koesteren, zonnen, zonnebaden, bask
  • λοφίο στα ολλανδικά - veer, pen, pluim, veder, kuif, top, kruin, ...
  • λοφίσκος στα ολλανδικά - heuveltje, heuvel, hillock, Butte Montmartre, de Butte Montmartre
Τυχαίες λέξεις
Λουφές στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verbasteren, omkopen, loafing, lanterfanten, loopgedeelte