Μέντα στα ολλανδικά

Μετάφραση: μέντα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kruizemunt, munt, overvloed, pepermunt, mint, nieuwstaat, ongebruikt, de munt
Μέντα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μέντα

μέντα ιδιοτητες, μέντα café, μέντα δυόσμος, μέντα αφέψημα, μέντα ρόφημα, μέντα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μέντα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μέμφομαι στα ολλανδικά - verwijt, verwijten, schande, smaad, smaadheid
  • μέμψη στα ολλανδικά - verwerping, afkeuring, wraking, Semerkhet
  • μένω στα ολλανδικά - logeren, resideren, resteren, standhouden, wonen, oponthoud, levend, ...
  • μέρα στα ολλανδικά - dag, dagen, de dag, daagse, dag van
Τυχαίες λέξεις
Μέντα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kruizemunt, munt, overvloed, pepermunt, mint, nieuwstaat, ongebruikt, de munt