Μακρόθυμος στα ολλανδικά

Μετάφραση: μακρόθυμος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lankmoedig, lankmoedigheid, lankmoedige, lijdzaamheid
Μακρόθυμος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μακρόθυμος

μακρόθυμος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μακρόθυμος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μακριά στα ολλανδικά - over, vandoor, heen, ververwijderd, verafgelegen, ver, afgelegen, ...
  • μακροθυμία στα ολλανδικά - aflaat, lijdzaamheid, geduld, verdraagzaamheid, lankmoedigheid, de verdraagzaamheid
  • μακρόστενο στα ολλανδικά - langwerpig, langwerpige, rechthoekige, oblong, rechthoekig
  • μακρύς στα ολλανδικά - lang, lange, op lange, de lange, langere
Τυχαίες λέξεις
Μακρόθυμος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: lankmoedig, lankmoedigheid, lankmoedige, lijdzaamheid