Μεγαλοπρέπεια στα ολλανδικά

Μετάφραση: μεγαλοπρέπεια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verhevenheid, majesteit, statigheid, pracht, grootsheid, magnificence, pracht en praal
Μεγαλοπρέπεια στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μεγαλοπρέπεια

μεγαλοπρέπεια συνώνυμα, μεγαλοπρέπεια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μεγαλοπρέπεια στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μεγαλειώδης στα ολλανδικά - plechtstatig, verheven, koninklijk, majestueus, vorstelijk, hoog, statig, ...
  • μεγαλοποιώ στα ολλανδικά - overdisponeren, overdrijven, overdraw, rood te staan, rood te
  • μεγαλοπρεπής στα ολλανδικά - koninklijk, statig, hoog, plechtstatig, vorstelijk, verheven, majestueus, ...
  • μεγαλορρημοσύνη στα ολλανδικά - megalorrimosyni
Τυχαίες λέξεις
Μεγαλοπρέπεια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verhevenheid, majesteit, statigheid, pracht, grootsheid, magnificence, pracht en praal