Μεγαλοψυχία στα ολλανδικά
Μετάφραση: μεγαλοψυχία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
grootmoedigheid, edelmoedigheid, vrijgevigheid, grootmoedig, magnanimity
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεγαλοψυχία
μεγαλοψυχία αριστοτέλης, μεγαλοψυχία κατά αριστοτέλη, μεγαλοψυχία αντιθετο, μεγαλοψυχία συνώνυμα, μεγαλοψυχία ορισμος, μεγαλοψυχία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μεγαλοψυχία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μεγαλοπρεπής στα ολλανδικά - koninklijk, statig, hoog, plechtstatig, vorstelijk, verheven, majestueus, ...
- μεγαλορρημοσύνη στα ολλανδικά - megalorrimosyni
- μεγαλόψυχος στα ολλανδικά - edelmoedig, grootmoedig, grootmoedige, magnanimous, edelmoedige
- μεγαλώνω στα ολλανδικά - beschaven, aanwassen, gebeuren, opvoeden, heffen, telen, ophalen, ...
Τυχαίες λέξεις
Μεγαλοψυχία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: grootmoedigheid, edelmoedigheid, vrijgevigheid, grootmoedig, magnanimity
Μεταφράσεις: grootmoedigheid, edelmoedigheid, vrijgevigheid, grootmoedig, magnanimity