Μεγαλοψυχία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: μεγαλοψυχία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
magnanimidade, generosidade, a magnanimidade, da magnanimidade, magnanimity
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεγαλοψυχία
μεγαλοψυχία αριστοτέλης, μεγαλοψυχία κατά αριστοτέλη, μεγαλοψυχία αντιθετο, μεγαλοψυχία συνώνυμα, μεγαλοψυχία ορισμος, μεγαλοψυχία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μεγαλοψυχία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- μεγαλοπρεπής στα πορτογαλικά - elevado, milho, alto, eminente, real, majestoso, magnífico, ...
- μεγαλορρημοσύνη στα πορτογαλικά - megalorrimosyni
- μεγαλόψυχος στα πορτογαλικά - magnânimo, magnânima, magnanimous, magnânimos, generoso
- μεγαλώνω στα πορτογαλικά - tornar, crescer, cultivar, amanhar, suspender, medrar, acontecer, ...
Τυχαίες λέξεις
Μεγαλοψυχία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: magnanimidade, generosidade, a magnanimidade, da magnanimidade, magnanimity
Μεταφράσεις: magnanimidade, generosidade, a magnanimidade, da magnanimidade, magnanimity