Μεταρρυθμίζω στα ολλανδικά
Μετάφραση: μεταρρυθμίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
reformeren, hervormen, metarrythmizo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεταρρυθμίζω
μεταρρυθμίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μεταρρυθμίζω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μεταξύ στα ολλανδικά - onder, midden, tussen, medio, tussen de, van
- μεταπείθω στα ολλανδικά - ontrading, afschrikking, ontmoediging, ontradingsbericht, afschrikkend
- μεταρρύθμιση στα ολλανδικά - reformeren, hervormen, hervorming, hervormingen, hervorming van, de hervorming
- μεταρσίωση στα ολλανδικά - metarsiosi
Τυχαίες λέξεις
Μεταρρυθμίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: reformeren, hervormen, metarrythmizo
Μεταφράσεις: reformeren, hervormen, metarrythmizo