Μετρητής στα ολλανδικά

Μετάφραση: μετρητής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
versmaat, metrum, meter, teller, toonbank, tegen, balie, tegen de
Μετρητής στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μετρητής

μετρητής ρεύματος, μετρητής ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, μετρητής κατανάλωσης, μετρητής πίεσης ελαστικών, μετρητής σακχάρου, μετρητής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μετρητής στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μετρ στα ολλανδικά - oorspronkelijk, origineel, heer, directeur, meester, patroon, baas, ...
  • μετρητά στα ολλανδικά - contant, geld, kas, kassa, contanten
  • μετριάζω στα ολλανδικά - sober, sfeer, gemoedsgesteldheid, harden, matig, stalen, bescheiden, ...
  • μετρικός στα ολλανδικά - metriek, metrisch, metrische, Metrisch Een, Metric
Τυχαίες λέξεις
Μετρητής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: versmaat, metrum, meter, teller, toonbank, tegen, balie, tegen de