Μητρικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: μητρικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
moederlijk, moederlijke, motherly, moederliefde, de moederlijke
Μητρικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μητρικός

μητρικός θηλασμός μέχρι πότε, μητρικός θηλασμός και συμπλήρωμα, μητρικός θηλασμός unilever, μητρικός θηλασμός και περίοδος, μητρικός θηλασμός και διατροφή, μητρικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μητρικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μητέρα στα ολλανδικά - ouder, moeder, verwekken, de moeder
  • μητριά στα ολλανδικά - stiefmoeder, de stiefmoeder, stiefmoeder van
  • μητροπολιτικός στα ολλανδικά - metropoliet, metropolitaans, grootstedelijke, grootstedelijk, metropolitaanse
  • μητρόπολη στα ολλανδικά - wereldstad, metropool, hoofdstad, metropolis, plaats, dorp, van Metropolis
Τυχαίες λέξεις
Μητρικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: moederlijk, moederlijke, motherly, moederliefde, de moederlijke