Μνησίκακος στα ολλανδικά
Μετάφραση: μνησίκακος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
haatdragend, wrokkig, gebelgd, haatdragende, rancuneus
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μνησίκακος
μνησίκακος ορισμος, μνησίκακοσ σημαίνει, μνησίκακος λεξικό, μνησίκακος συνωνυμα, μνησίκακος συνώνυμο, μνησίκακος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μνησίκακος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μνημονεύω στα ολλανδικά - noemen, aanhaling, citeren, citaat, aanhalen, vermelden, melding, ...
- μνημόσυνο στα ολλανδικά - gedenkteken, monument, Memorial, herdenkings, gedachtenis
- μνησικακία στα ολλανδικά - wraakzucht, wraakgierigheid, haatdragendheid, rancune, wrok, Grudge, wrok koesteren, ...
- μνηστήρας στα ολλανδικά - verloofd, verloofde, verloofden, ondertrouwd, betrothed
Τυχαίες λέξεις
Μνησίκακος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: haatdragend, wrokkig, gebelgd, haatdragende, rancuneus
Μεταφράσεις: haatdragend, wrokkig, gebelgd, haatdragende, rancuneus