Μπανιέρα στα ολλανδικά

Μετάφραση: μπανιέρα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
badkamer, badkuip, bad, ligbad, een bad, douche
Μπανιέρα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μπανιέρα

μπανιέρα διαστάσεις, μπανιέρα πυραμίς, μπανιέρα ονειροκριτης, μπανιέρα ακρυλική ή μαντεμένια, μπανιέρα μωρού, μπανιέρα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μπανιέρα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μπαμπάς στα ολλανδικά - pappie, pa, papa, vaartje, pappa, vader, Dad, ...
  • μπανάνα στα ολλανδικά - pisang, banaan, bananen, banana, van bananen, bananenproducenten
  • μπαούλο στα ολλανδικά - slurf, romp, tromp, olifantssnuit, boomstam, stam, borst, ...
  • μπαρ στα ολλανδικά - café, drenkplaats, afdammen, belemmeren, bar, versperring, afsluiten, ...
Τυχαίες λέξεις
Μπανιέρα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: badkamer, badkuip, bad, ligbad, een bad, douche