Μπανιέρα στα ουκρανικά

Μετάφραση: μπανιέρα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
купіль, ванна, ванни, телебачення
Μπανιέρα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μπανιέρα

μπανιέρα διαστάσεις, μπανιέρα πυραμίς, μπανιέρα ονειροκριτης, μπανιέρα ακρυλική ή μαντεμένια, μπανιέρα μωρού, μπανιέρα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μπανιέρα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μπαμπάς στα ουκρανικά - тато, татко, папа, батько, тату
  • μπανάνα στα ουκρανικά - банан
  • μπαούλο στα ουκρανικά - труба, корпус, стовбур, жолоб, магістральний, груди, грудь
  • μπαρ στα ουκρανικά - буфет, таверна, ат, перепиняти, судження, забороняти, бар
Τυχαίες λέξεις
Μπανιέρα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: купіль, ванна, ванни, телебачення