Beton στα ελληνικά
Μετάφραση: beton, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπετό, μπετόν, συγκεκριμένος, σκυρόδεμα, σκυροδέματος, συγκεκριμένα, συγκεκριμένες, συγκεκριμένων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- betoging στα ελληνικά - επίδειξη, διαδήλωση, επίδειξης, απόδειξη, την επίδειξη
- betomen στα ελληνικά - σταματώ, χαλιναγωγώ, ανακόπτω, χαλινάρι, καρέ, χαλινώνω, αναχαιτίζω, ...
- betoveren στα ελληνικά - γοητεύω, σαγηνεύω, μαγεύουν, μαγέψει, μαγέψουν, γοητεύσει, enchant
- betoverend στα ελληνικά - νόστιμος, τερπνός, μαγευτικός, σαγηνευτικός, ευφρόσυνος, ευχάριστος, γοητευτικά, ...
Τυχαίες λέξεις
Beton στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπετό, μπετόν, συγκεκριμένος, σκυρόδεμα, σκυροδέματος, συγκεκριμένα, συγκεκριμένες, συγκεκριμένων
Μεταφράσεις: μπετό, μπετόν, συγκεκριμένος, σκυρόδεμα, σκυροδέματος, συγκεκριμένα, συγκεκριμένες, συγκεκριμένων