Μπουμπουνίζω στα ολλανδικά
Μετάφραση: μπουμπουνίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bulderen, daveren, donderen, donder, boumpounizo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπουμπουνίζω
μπουμπουνίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μπουμπουνίζω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μπουκαπόρτα στα ολλανδικά - luik, broedsel, doorgeefluik, vluchtluik, uitkomen
- μπουκιά στα ολλανδικά - hap, mondvol, hele mondvol, mond vol, slok
- μπουμπούκι στα ολλανδικά - botten, spruiten, knop, uitbotten, kiem, bud, knoppen, ...
- μπουντρούμι στα ολλανδικά - kerker, Dungeon, kerker van, de kerker
Τυχαίες λέξεις
Μπουμπουνίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bulderen, daveren, donderen, donder, boumpounizo
Μεταφράσεις: bulderen, daveren, donderen, donder, boumpounizo