Ναυλώνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: ναυλώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
handvest, vrachtcontract, charter, huren, chartervluchten
Ναυλώνω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ναυλώνω

ναυλώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ναυλώνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ναυαγώ στα ολλανδικά - gootsteen, zinken, weggooien, verstoten, weggeworpen, werpen
  • ναυαρχείο στα ολλανδικά - admiraliteit, Admiralty, van Admiraliteit, zeerecht, de Admiraliteit
  • ναυτίλος στα ολλανδικά - nautilus, nazarene, van Nautilus, Nautilussen
  • ναυτικό στα ολλανδικά - marine, navy, de marine, de Marine van, van de Marine
Τυχαίες λέξεις
Ναυλώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: handvest, vrachtcontract, charter, huren, chartervluchten