Νύστα στα ολλανδικά

Μετάφραση: νύστα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slaperigheid, slaperig, sleepiness
Νύστα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νύστα

αδικαιολόγητη νύστα, νύστα μετά το φαγητό, πολλή νύστα, νύστα στην εγκυμοσύνη, κόπωση νύστα, νύστα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, νύστα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • νύμφη στα ολλανδικά - nimf, nymph, nimf van, nymf, De nimf
  • νύξη στα ολλανδικά - zinspelen, toespeling, arbeiden, opgraven, rooien, zinspeling, verwijzing, ...
  • νύχι στα ολλανδικά - draadnagel, klauw, nagelen, nagel, spijkeren, spijker, nail, ...
  • νύχτα στα ολλανδικά - nacht, avond, s nachts, nachts
Τυχαίες λέξεις
Νύστα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: slaperigheid, slaperig, sleepiness