Ξαφνικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: ξαφνικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
plotseling, plots, plotselinge, plotse, ineens
Ξαφνικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξαφνικός

ξαφνικός πόνος στο γόνατο, ξαφνικός πυρετός, ξαφνικός πονοκέφαλος, ξαφνικός πειρασμός (1988), ξαφνικός βήχας, ξαφνικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ξαφνικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ξαφνιάζω στα ολλανδικά - verrassing, verrassen, verbazing, verrast, surprise
  • ξαφνικά στα ολλανδικά - opeens, ineens, plotseling, plots, eensklaps
  • ξαφρίζω στα ολλανδικά - scheren, afromen, afschuimen, magere, afgeroomde
  • ξεγελώ στα ολλανδικά - illusie, drogbeeld, grap, hebbelijkheid, list, kneep, foefje, ...
Τυχαίες λέξεις
Ξαφνικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: plotseling, plots, plotselinge, plotse, ineens