Οικολογία στα ολλανδικά
Μετάφραση: οικολογία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ecologie, ecologisch, de ecologie, ecologische
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικολογία
οικολογία γ λυκείου, οικολογία αλληλεγγύη αμθ, οικολογία και περιβάλλον, οικολογία αλληλεγγύη, οικολογία έκθεση γ λυκείου, οικολογία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, οικολογία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- οικοδομώ στα ολλανδικά - begrip, aanleggen, metselen, maken, bouwen, construeren, bouw, ...
- οικοδόμος στα ολλανδικά - bouwondernemer, aannemer, bouwer, builder, bouwer van, bouwmeester
- οικολογικός στα ολλανδικά - ecologisch, ecologische, de ecologische, ecologie, milieucriteria
- οικολόγος στα ολλανδικά - ecoloog, ecologist, ecologie, ecologe
Τυχαίες λέξεις
Οικολογία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ecologie, ecologisch, de ecologie, ecologische
Μεταφράσεις: ecologie, ecologisch, de ecologie, ecologische