Inrichten στα ελληνικά

Μετάφραση: inrichten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιβάλλω, διαπιστώνω, ιδρύω, καθιερώνω, αναστηλώνω, ανεγείρω, ορθώνω, παρέχουν, προσκομίσει, παράσχει, να προσκομίσει, παρέχει
Inrichten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • inpakken στα ελληνικά - πακέτο, συσκευάζω, κατακλύζω, τράπουλα, τυλίξτε επάνω, τυλίγουμε, ολοκληρώσει, ...
  • inrekenen στα ελληνικά - συλλαμβάνω, nab, συλλάβει, συλλάβουν, να συλλαμβάνω
  • inrichting στα ελληνικά - δομή, ετοιμασία, διευθέτηση, εξοπλισμός, τακτοποίηση, συσκευή, ρύθμιση, ...
  • inroepen στα ελληνικά - ρωτώ, επικαλούνται, επικαλεστεί, να επικαλεστεί, επικαλεσθεί, επικαλεστούν
Τυχαίες λέξεις
Inrichten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιβάλλω, διαπιστώνω, ιδρύω, καθιερώνω, αναστηλώνω, ανεγείρω, ορθώνω, παρέχουν, προσκομίσει, παράσχει, να προσκομίσει, παρέχει