Oprichten στα ελληνικά
Μετάφραση: oprichten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσκομίζω, ιδρύω, σηκώνω, αγρόκτημα, παράγω, αναστηλώνω, μεγαλώνω, ανεγείρω, ανατρέφω, εκτοξεύω, εξαπολύω, διαπιστώνω, καθιερώνω, επιβάλλω, ορθώνω, υψώνω, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- oprecht στα ελληνικά - αμβλύς, απότομος, ευθύς, ειλικρινής, μονοκόμματος, απλός, ντόμπρος, ...
- oprechtheid στα ελληνικά - ειλικρίνεια, την ειλικρίνεια, ειλικρίνειας, ειλικρίνειά, η ειλικρίνεια
- oprijlaan στα ελληνικά - σκουπίζω, καμπύλη, πρόσβαση, προσπέλαση, σαρώνω, οδηγώ, αυτοκίνητο, ...
- oprispen στα ελληνικά - ρέψιμο, burp
Τυχαίες λέξεις
Oprichten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσκομίζω, ιδρύω, σηκώνω, αγρόκτημα, παράγω, αναστηλώνω, μεγαλώνω, ανεγείρω, ανατρέφω, εκτοξεύω, εξαπολύω, διαπιστώνω, καθιερώνω, επιβάλλω, ορθώνω, υψώνω, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει
Μεταφράσεις: προσκομίζω, ιδρύω, σηκώνω, αγρόκτημα, παράγω, αναστηλώνω, μεγαλώνω, ανεγείρω, ανατρέφω, εκτοξεύω, εξαπολύω, διαπιστώνω, καθιερώνω, επιβάλλω, ορθώνω, υψώνω, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει