Ουσιώδης στα ολλανδικά

Μετάφραση: ουσιώδης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
noodzaak, fundamenteel, essentieel, onontbeerlijk, vitaal, onmisbaar, noodzakelijkheid, intrinsiek, wezenlijk, noodzakelijk
Ουσιώδης στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ουσιώδης

ουσιώδης αγγλικά, ουσιώδης πρωτοι συνεπαγωγοι, ουσιώδησ τύποσ, ουσιώδης πλάνη, ουσιώδης συνώνυμα, ουσιώδης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ουσιώδης στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ουσιαστικό στα ολλανδικά - substantief, naamwoord, zelfstandig naamwoord, znw, zelfstandig
  • ουσιαστικός στα ολλανδικά - flink, vast, stevig, hecht, solide, massief, deugdelijk, ...
  • οφείλω στα ολλανδικά - te danken hebben, verschuldigd zijn, schuldig zijn, verschuldigd, danken
  • οφθαλμός στα ολλανδικά - middelpunt, oog, kijker, binnenste, midden, middelmaat, centrum, ...
Τυχαίες λέξεις
Ουσιώδης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: noodzaak, fundamenteel, essentieel, onontbeerlijk, vitaal, onmisbaar, noodzakelijkheid, intrinsiek, wezenlijk, noodzakelijk