Ουσιώδης στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ουσιώδης, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
essência, essencial, básico, essenciais, fundamental, indispensável, imprescindível
Ουσιώδης στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ουσιώδης

ουσιώδης αγγλικά, ουσιώδης πρωτοι συνεπαγωγοι, ουσιώδησ τύποσ, ουσιώδης πλάνη, ουσιώδης συνώνυμα, ουσιώδης λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ουσιώδης στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ουσιαστικό στα πορτογαλικά - substância, substantivo, s, noun, nome
  • ουσιαστικός στα πορτογαλικά - sólido, substancial, substanciais, importante, considerável, significativa
  • οφείλω στα πορτογαλικά - aniquilar, dever, deva, oprima, acabrunhar, deve, devem, ...
  • οφθαλμός στα πορτογαλικά - olhar, jubilar, metade, olho, centro, meio, olhos, ...
Τυχαίες λέξεις
Ουσιώδης στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: essência, essencial, básico, essenciais, fundamental, indispensável, imprescindível