Παράγομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: παράγομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aftappen, factoren, factoren die, Factors, elementen
Παράγομαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παράγομαι

προηγούμαι συνώνυμα, παράγομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παράγομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • παράβαση στα ολλανδικά - overtreding, zonde, misdrijf, schending, inbreuk, overtredingen
  • παράγκα στα ολλανδικά - keet, tent, loods, kraam, huisje, stalletje, luifel, ...
  • παράγοντας στα ολλανδικά - element, bestanddeel, beginsel, makelaar, factor, factor is, factoren
  • παράγραφος στα ολλανδικά - paragraaf, artikel
Τυχαίες λέξεις
Παράγομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aftappen, factoren, factoren die, Factors, elementen