Πατερίτσα στα ολλανδικά
Μετάφραση: πατερίτσα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kruk, steunpilaar, crutch, krukken
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πατερίτσα
πατερίτσα english, κελί πατερίτσα, ονειροκρίτης πατερίτσα, πατερίτσα στα αγγλικά, πατερίτσα συνώνυμα, πατερίτσα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πατερίτσα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πατέρας στα ολλανδικά - vader, papa, vaartje, ouder, vaders, de vader, vader van
- πατατούκα στα ολλανδικά - kaaps, kaap, jekker, reefer, Adelborst, koelwagens, de Adelborst
- πατημασιά στα ολλανδικά - lopen, stap, schrijden, tred, stappen, treden, schrede, ...
- πατικώνω στα ολλανδικά - pompoen, comprimeren, verpletteren, aanstampen, tamp, stampen, aandrukken, ...
Τυχαίες λέξεις
Πατερίτσα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kruk, steunpilaar, crutch, krukken
Μεταφράσεις: kruk, steunpilaar, crutch, krukken