Πατρογονικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: πατρογονικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
erf-, patrimoniale, vermogensrechtelijke, patrimoniaal, vermogensrecht
Πατρογονικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πατρογονικός

πατρογονικόσ σημασία, πατρογονικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πατρογονικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πατρικός στα ολλανδικά - vaderlijk, van vaderszijde, vaderlijke, vaderszijde, vaderskant
  • πατριώτης στα ολλανδικά - patriot, vaderlander, Patriot van, de Patriot, De Patriot van, van de Patriot
  • πατρονάρισμα στα ολλανδικά - mecenaat, patronaat, beschermheerschap, klandizie, patronage, bescherming
  • πατρότητα στα ολλανδικά - vaderschap, het vaderschap, fatherhood, vader-
Τυχαίες λέξεις
Πατρογονικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: erf-, patrimoniale, vermogensrechtelijke, patrimoniaal, vermogensrecht