Πείραμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: πείραμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
experimenteren, proefneming, proef, experiment, experimenten
Πείραμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πείραμα

πείραμα αϋπνίας, πείραμα cern, πείραμα για δωρέαν ηλεκτρισμό, πείραμα με τη γάτα του σρέντιγκερ, πείραμα του μίλγκραμ, πείραμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πείραμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πείθω στα ολλανδικά - slingeren, zwaaien, overtuigen, zwiepen, zwieren, te overtuigen, ervan te overtuigen, ...
  • πείνα στα ολλανδικά - honger, hongeren, de honger, van honger, honger te
  • πείσμα στα ολλανδικά - koppigheid, goeddunken, hardnekkigheid, halsstarrigheid, eigenwijsheid
  • πεδίο στα ολλανδικά - tucht, sfeer, vlieghaven, akker, gebied, omgeving, kloot, ...
Τυχαίες λέξεις
Πείραμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: experimenteren, proefneming, proef, experiment, experimenten