Πεδικλώνω στα ολλανδικά
Μετάφραση: πεδικλώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
trip, tocht, reis, binden, toer, inbinden, boei, kluisteren, kluister, boeien, belemmering
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεδικλώνω
πεδικλώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πεδικλώνω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πεδίο στα ολλανδικά - tucht, sfeer, vlieghaven, akker, gebied, omgeving, kloot, ...
- πεδιάδα στα ολλανδικά - eenvoudig, absoluut, klaarblijkelijk, apert, helder, uitgesproken, louter, ...
- πεζεύω στα ολλανδικά - afstijgen, pezefo
- πεζικό στα ολλανδικά - voetvolk, infanterie, de Infanterie, infanterie van, van de Infanterie
Τυχαίες λέξεις
Πεδικλώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: trip, tocht, reis, binden, toer, inbinden, boei, kluisteren, kluister, boeien, belemmering
Μεταφράσεις: trip, tocht, reis, binden, toer, inbinden, boei, kluisteren, kluister, boeien, belemmering