Inbinden στα ελληνικά
Μετάφραση: inbinden, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δένω, δεσμεύω, βιβλιοδετώ, πεδικλώνω, δεσμεύουν, δεσμεύονται, συνδέονται, προσδένονται, δεσμεύει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inbeelding στα ελληνικά - φαντασία, τη φαντασία, φαντασίας, η φαντασία, την φαντασία
- inbeslagneming στα ελληνικά - αιχμαλωτίζω, σπασμός, αιχμαλωσία, κατάσχεση, παγίδευση, παγίδευση του, μεσεγγύηση, ...
- inblazen στα ελληνικά - εμπνέω, αναπνέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει
- inblikken στα ελληνικά - μπορώ, κουτί, κασσίτερος, κασσιτέρου, κασσίτερο, κασσίτερου, του κασσιτέρου
Τυχαίες λέξεις
Inbinden στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δένω, δεσμεύω, βιβλιοδετώ, πεδικλώνω, δεσμεύουν, δεσμεύονται, συνδέονται, προσδένονται, δεσμεύει
Μεταφράσεις: δένω, δεσμεύω, βιβλιοδετώ, πεδικλώνω, δεσμεύουν, δεσμεύονται, συνδέονται, προσδένονται, δεσμεύει