Πεπερασμένος στα ολλανδικά
Μετάφραση: πεπερασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eindige, eindig, finite, beperkte
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπερασμένος
πεπερασμένος λεξικό, πεπερασμένος σημασια, πεπερασμένος αριθμός, πεπερασμένος ορισμός, πεπερασμένος χρόνος, πεπερασμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πεπερασμένος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πεντηκοστός στα ολλανδικά - vijftigste, vijftig, vijftigjarig, de vijftigste, vijftigjarige
- πεπαλαιωμένος στα ολλανδικά - versleten, uitgeput, versleten is, versleten zijn, uitgeputte
- πεποίθηση στα ολλανδικά - leerstelling, afdruk, overtuiging, impressie, leerstuk, indruk, effect, ...
- πεπρωμένο στα ολλανδικά - lotsbestemming, voorland, fortuin, levenslot, lot, bestemming, noodlot, ...
Τυχαίες λέξεις
Πεπερασμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: eindige, eindig, finite, beperkte
Μεταφράσεις: eindige, eindig, finite, beperkte