Πεπερασμένος στα πολωνικά
Μετάφραση: πεπερασμένος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
końcowy, skończony, ograniczony, określony, skończone, skończona
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπερασμένος
πεπερασμένος λεξικό, πεπερασμένος σημασια, πεπερασμένος αριθμός, πεπερασμένος ορισμός, πεπερασμένος χρόνος, πεπερασμένος λεξικό γλώσσας πολωνικά, πεπερασμένος στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- πεντηκοστός στα πολωνικά - pięćdziesiąty, pięćdziesiątą, pięćdziesiątej, pięćdziesiąta, pięćdziesiątego
- πεπαλαιωμένος στα πολωνικά - staroświecki, szczątkowy, zużyte, zużyta, zużyty, wyczerpany, zużyje
- πεποίθηση στα πολωνικά - zdanie, przeświadczenie, wiara, światopogląd, zasadzenie, pogląd, zasądzenie, ...
- πεπρωμένο στα πολωνικά - fatum, los, nieuchronność, śmierć, zrządzenie, predestynacja, dola, ...
Τυχαίες λέξεις
Πεπερασμένος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: końcowy, skończony, ograniczony, określony, skończone, skończona
Μεταφράσεις: końcowy, skończony, ograniczony, określony, skończone, skończona