Πλύνω στα ολλανδικά
Μετάφραση: πλύνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitwassen, witten, wassen, was, wassing, wash, afwassen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλύνω
να πλύνω, θα πλύνω, πλύνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πλύνω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πλούτος στα ολλανδικά - rijkdom, weelde, schat, welvaart, vermogen
- πλωτός στα ολλανδικά - drijvend, zwevend, drijvende, zwevende, drijven
- πλύση στα ολλανδικά - was, wassen, wassing, wash, afwassen
- πλύσιμο στα ολλανδικά - wassing, het wassen, wasgoed, was, wassen, wasmachine
Τυχαίες λέξεις
Πλύνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: uitwassen, witten, wassen, was, wassing, wash, afwassen
Μεταφράσεις: uitwassen, witten, wassen, was, wassing, wash, afwassen