Πολιορκώ στα ολλανδικά
Μετάφραση: πολιορκώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
belegeren, belegert
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πολιορκώ
πολιορκώ λεξικό, πολιορκώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πολιορκώ στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πολικός στα ολλανδικά - polair, Polar, polaire, de Polar
- πολιορκία στα ολλανδικά - belegering, beleg, belegerd, siege, bezetting
- πολιτική στα ολλανδικά - staatkunde, beleid, politiek, polis, het beleid, beleid van
- πολιτικός στα ολλανδικά - politicus, staatsman, politiek, staatkundig, politieke, de politieke
Τυχαίες λέξεις
Πολιορκώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: belegeren, belegert
Μεταφράσεις: belegeren, belegert