Πολυθρόνα στα ολλανδικά

Μετάφραση: πολυθρόνα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fauteuil, armstoel, leuningstoel, zorgenstoel, zorgstoel, leunstoel, stoel, zetel
Πολυθρόνα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πολυθρόνα

πολυθρόνα γραφείου, πολυθρόνα για δύο, πολυθρόνα κρεβάτι, πολυθρόνα barcelona τιμη, πολυθρόνα για τρεις, πολυθρόνα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πολυθρόνα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πολυδάπανος στα ολλανδικά - buitensporig, kostbaar, duur, kostbare, dure, duurder
  • πολυειδής στα ολλανδικά - veelsoortig, velerlei, veelsoortige, heterogene, een heterogene
  • πολυλογάς στα ολλανδικά - kletskous, babbelkous, Chatterbox, van Chatterbox, spraakwaterval
  • πολυμαθής στα ολλανδικά - geleerd, aangeleerd, leerde, leerden, geleerde
Τυχαίες λέξεις
Πολυθρόνα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: fauteuil, armstoel, leuningstoel, zorgenstoel, zorgstoel, leunstoel, stoel, zetel