Πορνογραφία στα ολλανδικά
Μετάφραση: πορνογραφία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pornografie, porno, kinderpornografie, pornografische, de pornografie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πορνογραφία
πορνογραφία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πορνογραφία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πορεία στα ολλανδικά - onderschrift, graad, weg, tracé, rubriek, baanvlak, titel, ...
- πορθμός στα ολλανδικά - kanaal, zee-engte, nauw, straat, zeestraat, Strait, straat van, ...
- πορσελάνη στα ολλανδικά - porselein, porseleinen, porcelein, van porselein
- πορτοκάλι στα ολλανδικά - sinaasappel, oranje, orange
Τυχαίες λέξεις
Πορνογραφία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: pornografie, porno, kinderpornografie, pornografische, de pornografie
Μεταφράσεις: pornografie, porno, kinderpornografie, pornografische, de pornografie